Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
View word page
ἀμάστρευτος
unexamined

ShortDef

unexamined

Debugging

Headword:
ἀμάστρευτος
Headword (normalized):
ἀμάστρευτος
Headword (normalized/stripped):
αμαστρευτος
IDX:
4360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4361
Key:

Data

{'content': 'unexamined'}