Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
View word page
ἀμαστίγωτος
unscourged

ShortDef

unscourged

Debugging

Headword:
ἀμαστίγωτος
Headword (normalized):
ἀμαστίγωτος
Headword (normalized/stripped):
αμαστιγωτος
IDX:
4359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4360
Key:

Data

{'content': 'unscourged'}