Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
View word page
Ἄμασις
Amasis

ShortDef

Amasis

Debugging

Headword:
Ἄμασις
Headword (normalized):
ἄμασις
Headword (normalized/stripped):
αμασις
IDX:
4358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4359
Key:

Data

{'content': 'Amasis'}