Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
View word page
ἀμάσητος
unchewed

ShortDef

unchewed

Debugging

Headword:
ἀμάσητος
Headword (normalized):
ἀμάσητος
Headword (normalized/stripped):
αμασητος
IDX:
4357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4358
Key:

Data

{'content': 'unchewed'}