Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰχθυβόρος
ἰχθύβοτος
ἰχθυγόνος
ἰχθύδιον
ἰχθυδόκος
ἰχθυεῖον
ἰχθυήματα
ἰχθυηρός
ἰχθυΐα
ἰχθυϊκός
ἰχθύκεντρον
ἰχθυμέδων
ἰχθυνόμος
ἰχθυόβρωτος
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθήρας
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυοθηρία
ἰχθυοκένταυρος
ἰχθυόκολλα
View word page
ἰχθύκεντρον
trident

ShortDef

trident

Debugging

Headword:
ἰχθύκεντρον
Headword (normalized):
ἰχθύκεντρον
Headword (normalized/stripped):
ιχθυκεντρον
IDX:
43572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43573
Key:

Data

{'content': 'trident'}