Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰχθυβόλος
ἰχθυβόρος
ἰχθύβοτος
ἰχθυγόνος
ἰχθύδιον
ἰχθυδόκος
ἰχθυεῖον
ἰχθυήματα
ἰχθυηρός
ἰχθυΐα
ἰχθυϊκός
ἰχθύκεντρον
ἰχθυμέδων
ἰχθυνόμος
ἰχθυόβρωτος
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθήρας
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυοθηρία
ἰχθυοκένταυρος
View word page
ἰχθυϊκός
fishery toll

ShortDef

fishery toll

Debugging

Headword:
ἰχθυϊκός
Headword (normalized):
ἰχθυϊκός
Headword (normalized/stripped):
ιχθυικος
IDX:
43571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43572
Key:

Data

{'content': 'fishery toll'}