Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰχθυβολέω
ἰχθύβολος
ἰχθυβόλος
ἰχθυβόρος
ἰχθύβοτος
ἰχθυγόνος
ἰχθύδιον
ἰχθυδόκος
ἰχθυεῖον
ἰχθυήματα
ἰχθυηρός
ἰχθυΐα
ἰχθυϊκός
ἰχθύκεντρον
ἰχθυμέδων
ἰχθυνόμος
ἰχθυόβρωτος
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθήρας
ἰχθυοθηρητήρ
View word page
ἰχθυηρός
fishy, scaly

ShortDef

fishy, scaly

Debugging

Headword:
ἰχθυηρός
Headword (normalized):
ἰχθυηρός
Headword (normalized/stripped):
ιχθυηρος
IDX:
43569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43570
Key:

Data

{'content': 'fishy, scaly'}