Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
View word page
ἀμάρυγμα
a sparkle, twinkle
ShortDef
a sparkle, twinkle
Debugging
Headword:
ἀμάρυγμα
Headword (normalized):
ἀμάρυγμα
Headword (normalized/stripped):
αμαρυγμα
IDX:
4355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4356
Key:
Data
{'content': 'a sparkle, twinkle'}