Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἶφι
ἶφι2
Ἰφιάνασσα
Ἰφιγένεια
ἰφιγένητος
Ἰφικλείδας
Ἰφικλήειος
Ἴφικλος
Ἰφικράτης
Ἰφικρατίδες
ἴφιος
Ἶφις
Ἴφιτος
ἴφυον
ἰχανάω
ἶχαρ
ἰχθύα
ἰχθυάω
ἰχθυβολέω
ἰχθύβολος
ἰχθυβόλος
View word page
ἴφιος
stout, fat, goodly

ShortDef

stout, fat, goodly

Debugging

Headword:
ἴφιος
Headword (normalized):
ἴφιος
Headword (normalized/stripped):
ιφιος
IDX:
43551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43552
Key:

Data

{'content': 'stout, fat, goodly'}