Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
View word page
ἀμαρυγκυσία
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ἀμαρυγκυσία
Headword (normalized):
ἀμαρυγκυσία
Headword (normalized/stripped):
αμαρυγκυσια
IDX:
4354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4355
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}