Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἴτυς
Ἴτων
ἰυγγικός
ἰυγή
ἰυγμός
ἴυγξ
ἰύζω
ἰυκτής
ἴυρκες
ἴφθιμος
ἶφι
ἶφι2
Ἰφιάνασσα
Ἰφιγένεια
ἰφιγένητος
Ἰφικλείδας
Ἰφικλήειος
Ἴφικλος
Ἰφικράτης
Ἰφικρατίδες
ἴφιος
View word page
ἶφι
strongly, stoutly, mightily >ἴς

ShortDef

strongly, stoutly, mightily >ἴς
an Egyptian measure

Debugging

Headword:
ἶφι
Headword (normalized):
ἶφι
Headword (normalized/stripped):
ιφι
IDX:
43541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43542
Key:

Data

{'content': 'strongly, stoutly, mightily >ἴς'}