Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰτύκη
Ἴτυλος
ἴτυς
Ἴτυς
Ἴτων
ἰυγγικός
ἰυγή
ἰυγμός
ἴυγξ
ἰύζω
ἰυκτής
ἴυρκες
ἴφθιμος
ἶφι
ἶφι2
Ἰφιάνασσα
Ἰφιγένεια
ἰφιγένητος
Ἰφικλείδας
Ἰφικλήειος
Ἴφικλος
View word page
ἰυκτής
one who shouts

ShortDef

one who shouts

Debugging

Headword:
ἰυκτής
Headword (normalized):
ἰυκτής
Headword (normalized/stripped):
ιυκτης
IDX:
43538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43539
Key:

Data

{'content': 'one who shouts'}