Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
View word page
Ἀμαρυγκεΐδης
son of Amarynceus

ShortDef

son of Amarynceus

Debugging

Headword:
Ἀμαρυγκεΐδης
Headword (normalized):
ἀμαρυγκεΐδης
Headword (normalized/stripped):
αμαρυγκειδης
IDX:
4352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4353
Key:

Data

{'content': 'son of Amarynceus'}