Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
View word page
ἀμαρυγή
a sparkling, glancing

ShortDef

a sparkling, glancing

Debugging

Headword:
ἀμαρυγή
Headword (normalized):
ἀμαρυγή
Headword (normalized/stripped):
αμαρυγη
IDX:
4351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4352
Key:

Data

{'content': 'a sparkling, glancing'}