Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
View word page
ἁμαρτωλός
(adj.) sinful, (n.) sinner

ShortDef

(adj.) sinful, (n.) sinner

Debugging

Headword:
ἁμαρτωλός
Headword (normalized):
ἁμαρτωλός
Headword (normalized/stripped):
αμαρτωλος
IDX:
4350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4351
Key:

Data

{'content': '(adj.) sinful, (n.) sinner'}