Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχυρότης
ἰσχυρόφρων
ἰσχυρόφωνος
ἰσχυρόψυχος
ἰσχυρόω
Ἴσχυς
ἰσχύς
ἰσχύω
ἴσχω
ἰσωνία
ἰσωνυμία
ἰσώνυμος
ἴσως
ἴσωσις
Ἰταλία
Ἰταλιάζω
Ἰταλικός
Ἰταλιώτης
ἰταλός
Ἰταλός
ἰταμεύομαι
View word page
ἰσωνυμία
pronoun

ShortDef

pronoun

Debugging

Headword:
ἰσωνυμία
Headword (normalized):
ἰσωνυμία
Headword (normalized/stripped):
ισωνυμια
IDX:
43500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43501
Key:

Data

{'content': 'pronoun'}