Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
View word page
ἁμαρτωλία
mistake, error
ShortDef
mistake, error
Debugging
Headword:
ἁμαρτωλία
Headword (normalized):
ἁμαρτωλία
Headword (normalized/stripped):
αμαρτωλια
IDX:
4349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4350
Key:
Data
{'content': 'mistake, error'}