Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
ἰσχυρός
ἰσχυρότης
ἰσχυρόφρων
ἰσχυρόφωνος
ἰσχυρόψυχος
ἰσχυρόω
Ἴσχυς
ἰσχύς
ἰσχύω
ἴσχω
ἰσωνία
ἰσωνυμία
ἰσώνυμος
ἴσως
ἴσωσις
Ἰταλία
Ἰταλιάζω
Ἰταλικός
Ἰταλιώτης
View word page
ἰσχύω
to be strong

ShortDef

to be strong

Debugging

Headword:
ἰσχύω
Headword (normalized):
ἰσχύω
Headword (normalized/stripped):
ισχυω
IDX:
43497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43498
Key:

Data

{'content': 'to be strong'}