Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχυρίζομαι
ἰσχυρικός
ἰσχύρισις
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστέος
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
ἰσχυρός
ἰσχυρότης
ἰσχυρόφρων
ἰσχυρόφωνος
View word page
ἰσχυροπλήκτης
wounding severely

ShortDef

wounding severely

Debugging

Headword:
ἰσχυροπλήκτης
Headword (normalized):
ἰσχυροπλήκτης
Headword (normalized/stripped):
ισχυροπληκτης
IDX:
43482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43483
Key:

Data

{'content': 'wounding severely'}