Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχυριείω
ἰσχυρίζομαι
ἰσχυρικός
ἰσχύρισις
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστέος
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
ἰσχυρός
ἰσχυρότης
ἰσχυρόφρων
View word page
ἰσχυροπαίκτης
one who plays valiantly

ShortDef

one who plays valiantly

Debugging

Headword:
ἰσχυροπαίκτης
Headword (normalized):
ἰσχυροπαίκτης
Headword (normalized/stripped):
ισχυροπαικτης
IDX:
43481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43482
Key:

Data

{'content': 'one who plays valiantly'}