Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχουρέω
ἰσχουρία
ἰσχυριείω
ἰσχυρίζομαι
ἰσχυρικός
ἰσχύρισις
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστέος
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
ἰσχυρός
View word page
ἰσχυρογνώμων
stiff in opinion

ShortDef

stiff in opinion

Debugging

Headword:
ἰσχυρογνώμων
Headword (normalized):
ἰσχυρογνώμων
Headword (normalized/stripped):
ισχυρογνωμων
IDX:
43479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43480
Key:

Data

{'content': 'stiff in opinion'}