Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
View word page
ἀμάρτυρος
without witness, unattested
ShortDef
without witness, unattested
Debugging
Headword:
ἀμάρτυρος
Headword (normalized):
ἀμάρτυρος
Headword (normalized/stripped):
αμαρτυρος
IDX:
4347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4348
Key:
Data
{'content': 'without witness, unattested'}