Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰσχόμαχος
ἰσχομένως
ἰσχουρέω
ἰσχουρία
ἰσχυριείω
ἰσχυρίζομαι
ἰσχυρικός
ἰσχύρισις
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστέος
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
View word page
ἰσχυριστικῶς
to be inclined

ShortDef

to be inclined

Debugging

Headword:
ἰσχυριστικῶς
Headword (normalized):
ἰσχυριστικῶς
Headword (normalized/stripped):
ισχυριστικως
IDX:
43477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43478
Key:

Data

{'content': 'to be inclined'}