Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
ἰσχνόφωνος
ἰσχνόω
ἴσχνωσις
ἰσχνωτικός
Ἰσχόμαχος
ἰσχομένως
ἰσχουρέω
ἰσχουρία
ἰσχυριείω
View word page
ἰσχνουργής
finely wrought

ShortDef

finely wrought

Debugging

Headword:
ἰσχνουργής
Headword (normalized):
ἰσχνουργής
Headword (normalized/stripped):
ισχνουργης
IDX:
43461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43462
Key:

Data

{'content': 'finely wrought'}