Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
ἰσχνόφωνος
ἰσχνόω
ἴσχνωσις
ἰσχνωτικός
Ἰσχόμαχος
ἰσχομένως
ἰσχουρέω
ἰσχουρία
View word page
ἰσχνότης
thinness, leanness

ShortDef

thinness, leanness

Debugging

Headword:
ἰσχνότης
Headword (normalized):
ἰσχνότης
Headword (normalized/stripped):
ισχνοτης
IDX:
43460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43461
Key:

Data

{'content': 'thinness, leanness'}