Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
ἰσχνόφωνος
ἰσχνόω
ἴσχνωσις
ἰσχνωτικός
Ἰσχόμαχος
ἰσχομένως
ἰσχουρέω
View word page
ἰσχνοσκελής
lean-shanked

ShortDef

lean-shanked

Debugging

Headword:
ἰσχνοσκελής
Headword (normalized):
ἰσχνοσκελής
Headword (normalized/stripped):
ισχνοσκελης
IDX:
43459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43460
Key:

Data

{'content': 'lean-shanked'}