Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
Ἀμαρυγκεΐδης
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
View word page
ἁμαρτολόγος
speaking faultily

ShortDef

speaking faultily

Debugging

Headword:
ἁμαρτολόγος
Headword (normalized):
ἁμαρτολόγος
Headword (normalized/stripped):
αμαρτολογος
IDX:
4345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4346
Key:

Data

{'content': 'speaking faultily'}