Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
ἰσχνόφωνος
ἰσχνόω
ἴσχνωσις
ἰσχνωτικός
Ἰσχόμαχος
ἰσχομένως
View word page
ἰσχνός
dry, withered, lean, meagre

ShortDef

dry, withered, lean, meagre

Debugging

Headword:
ἰσχνός
Headword (normalized):
ἰσχνός
Headword (normalized/stripped):
ισχνος
IDX:
43458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43459
Key:

Data

{'content': 'dry, withered, lean, meagre'}