Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχίον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
ἰσχνόφωνος
ἰσχνόω
ἴσχνωσις
ἰσχνωτικός
Ἰσχόμαχος
View word page
ἰσχνοπάρειος
with withered cheeks

ShortDef

with withered cheeks

Debugging

Headword:
ἰσχνοπάρειος
Headword (normalized):
ἰσχνοπάρειος
Headword (normalized/stripped):
ισχνοπαρειος
IDX:
43457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43458
Key:

Data

{'content': 'with withered cheeks'}