Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχιάς
ἰσχίασις
ἴσχιον
ἰσχίον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
ἰσχνόφωνος
ἰσχνόω
View word page
ἰσχνοκαλαμώδης
with slender reed

ShortDef

with slender reed

Debugging

Headword:
ἰσχνοκαλαμώδης
Headword (normalized):
ἰσχνοκαλαμώδης
Headword (normalized/stripped):
ισχνοκαλαμωδης
IDX:
43454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43455
Key:

Data

{'content': 'with slender reed'}