Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσχιαδικός
ἰσχιάζω
ἰσχιάς
ἰσχίασις
ἴσχιον
ἰσχίον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
ἰσχνουργής
ἰσχνοφωνία
View word page
ἰσχνασία
thinness, leanness

ShortDef

thinness, leanness

Debugging

Headword:
ἰσχνασία
Headword (normalized):
ἰσχνασία
Headword (normalized/stripped):
ισχνασια
IDX:
43452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43453
Key:

Data

{'content': 'thinness, leanness'}