Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσχέπλινθα
ἰσχητήριος
ἰσχιαδικός
ἰσχιάζω
ἰσχιάς
ἰσχίασις
ἴσχιον
ἰσχίον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
ἰσχνοσκελής
ἰσχνότης
View word page
ἴσχνανσις
emaciation
ShortDef
emaciation
Debugging
Headword:
ἴσχνανσις
Headword (normalized):
ἴσχνανσις
Headword (normalized/stripped):
ισχνανσις
IDX:
43450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43451
Key:
Data
{'content': 'emaciation'}