Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσχέγαον
ἰσχέθυρον
ἰσχέπλινθα
ἰσχητήριος
ἰσχιαδικός
ἰσχιάζω
ἰσχιάς
ἰσχίασις
ἴσχιον
ἰσχίον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνός
View word page
ἰσχιορρωγικός
with broken hips, limping
ShortDef
with broken hips, limping
Debugging
Headword:
ἰσχιορρωγικός
Headword (normalized):
ἰσχιορρωγικός
Headword (normalized/stripped):
ισχιορρωγικος
IDX:
43448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43449
Key:
Data
{'content': 'with broken hips, limping'}