Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱστοριογράφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
ἱστός
ἱστότονος
ἱστουργέω
ἱστουργία
ἱστουργικός
ἱστουργός
ἱστοφόρος
ἵστραξ
ἰστρίδες
Ἴστριος
Ἴστρος
ἱστών
ἱστωνάρχης
ἱστωναρχία
ἴστωρ
ἴσφνιον
ἰσχάδιον
View word page
ἱστοφόρος
bearing a mast

ShortDef

bearing a mast

Debugging

Headword:
ἱστοφόρος
Headword (normalized):
ἱστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ιστοφορος
IDX:
43416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43417
Key:

Data

{'content': 'bearing a mast'}