Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
View word page
ἁμαρτητικός
prone to error
ShortDef
prone to error
Debugging
Headword:
ἁμαρτητικός
Headword (normalized):
ἁμαρτητικός
Headword (normalized/stripped):
αμαρτητικος
IDX:
4340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4341
Key:
Data
{'content': 'prone to error'}