Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογράφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
ἱστός
View word page
ἱστόρημα
narrative, tale

ShortDef

narrative, tale

Debugging

Headword:
ἱστόρημα
Headword (normalized):
ἱστόρημα
Headword (normalized/stripped):
ιστορημα
IDX:
43400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43401
Key:

Data

{'content': 'narrative, tale'}