Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογράφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
View word page
ἱστορέω
to inquire into

ShortDef

to inquire into

Debugging

Headword:
ἱστορέω
Headword (normalized):
ἱστορέω
Headword (normalized/stripped):
ιστορεω
IDX:
43399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43400
Key:

Data

{'content': 'to inquire into'}