Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογράφος
ἱστόριον
View word page
ἱστοποιία
loom-making
ShortDef
loom-making
Debugging
Headword:
ἱστοποιία
Headword (normalized):
ἱστοποιία
Headword (normalized/stripped):
ιστοποιια
IDX:
43397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43398
Key:
Data
{'content': 'loom-making'}