Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
View word page
ἱστοπέδη
a hole

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
ἱστοπέδη
Headword (normalized):
ἱστοπέδη
Headword (normalized/stripped):
ιστοπεδη
IDX:
43395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43396
Key:

Data

{'content': 'a hole'}