Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστορικός
View word page
ἱστοδόκη
the mast-crutch

ShortDef

the mast-crutch

Debugging

Headword:
ἱστοδόκη
Headword (normalized):
ἱστοδόκη
Headword (normalized/stripped):
ιστοδοκη
IDX:
43393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43394
Key:

Data

{'content': 'the mast-crutch'}