Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
View word page
ἱστοβοεύς
the plough-tree
ShortDef
the plough-tree
Debugging
Headword:
ἱστοβοεύς
Headword (normalized):
ἱστοβοεύς
Headword (normalized/stripped):
ιστοβοευς
IDX:
43392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43393
Key:
Data
{'content': 'the plough-tree'}