Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἵστημι
ἱστία
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
View word page
ἱστιοποιέομαι
to be furnished with sails
ShortDef
to be furnished with sails
Debugging
Headword:
ἱστιοποιέομαι
Headword (normalized):
ἱστιοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
ιστιοποιεομαι
IDX:
43390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43391
Key:
Data
{'content': 'to be furnished with sails'}