Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
View word page
ἁμάρτημα
a failure, fault, sin

ShortDef

a failure, fault, sin

Debugging

Headword:
ἁμάρτημα
Headword (normalized):
ἁμάρτημα
Headword (normalized/stripped):
αμαρτημα
IDX:
4338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4339
Key:

Data

{'content': 'a failure, fault, sin'}