Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰσραηλίτης
Ἰσσηδόνες
Ἰσσικός
ἵσταμι
ἰστέον
ἱστεών
ἵστημι
ἱστία
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
View word page
Ἱστιαιῶτις
Histiaeotis
ShortDef
Histiaeotis
Debugging
Headword:
Ἱστιαιῶτις
Headword (normalized):
ἱστιαιῶτις
Headword (normalized/stripped):
ιστιαιωτις
IDX:
43384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43385
Key:
Data
{'content': 'Histiaeotis'}