Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσόψυχος
ἰσόω
Ἱσπανία
Ἰσραήλ
Ἰσραηλίτης
Ἰσσηδόνες
Ἰσσικός
ἵσταμι
ἰστέον
ἱστεών
ἵστημι
ἱστία
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
View word page
ἵστημι
to make to stand
ShortDef
to make to stand
Debugging
Headword:
ἵστημι
Headword (normalized):
ἵστημι
Headword (normalized/stripped):
ιστημι
IDX:
43380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43381
Key:
Data
{'content': 'to make to stand'}