Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσόψιστος
ἰσόψυχος
ἰσόω
Ἱσπανία
Ἰσραήλ
Ἰσραηλίτης
Ἰσσηδόνες
Ἰσσικός
ἵσταμι
ἰστέον
ἱστεών
ἵστημι
ἱστία
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
View word page
ἱστεών
weaving-shed
ShortDef
weaving-shed
Debugging
Headword:
ἱστεών
Headword (normalized):
ἱστεών
Headword (normalized/stripped):
ιστεων
IDX:
43379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43380
Key:
Data
{'content': 'weaving-shed'}