Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσοψηφιστής
ἰσόψηφος
ἰσόψιστος
ἰσόψυχος
ἰσόω
Ἱσπανία
Ἰσραήλ
Ἰσραηλίτης
Ἰσσηδόνες
Ἰσσικός
ἵσταμι
ἰστέον
ἱστεών
ἵστημι
ἱστία
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
View word page
ἵσταμι
make to stand
ShortDef
make to stand
Debugging
Headword:
ἵσταμι
Headword (normalized):
ἵσταμι
Headword (normalized/stripped):
ισταμι
IDX:
43377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43378
Key:
Data
{'content': 'make to stand'}