Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσόχρυσος
ἰσοψηφία
ἰσοψηφιστής
ἰσόψηφος
ἰσόψιστος
ἰσόψυχος
ἰσόω
Ἱσπανία
Ἰσραήλ
Ἰσραηλίτης
Ἰσσηδόνες
Ἰσσικός
ἵσταμι
ἰστέον
ἱστεών
ἵστημι
ἱστία
Ἱστίαια
Ἱστιαῖος
Ἱστιαιῶτις
ἱστίη
View word page
Ἰσσηδόνες
Issedones

ShortDef

Issedones

Debugging

Headword:
Ἰσσηδόνες
Headword (normalized):
ἰσσηδόνες
Headword (normalized/stripped):
ισσηδονες
IDX:
43375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43376
Key:

Data

{'content': 'Issedones'}