Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσόχνοος
ἰσόχοος
ἰσόχορδος
ἰσοχρονέω
ἰσόχρονος
ἰσόχροος
ἰσόχρυσος
ἰσοψηφία
ἰσοψηφιστής
ἰσόψηφος
ἰσόψιστος
ἰσόψυχος
ἰσόω
Ἱσπανία
Ἰσραήλ
Ἰσραηλίτης
Ἰσσηδόνες
Ἰσσικός
ἵσταμι
ἰστέον
ἱστεών
View word page
ἰσόψιστος
aestimator
ShortDef
aestimator
Debugging
Headword:
ἰσόψιστος
Headword (normalized):
ἰσόψιστος
Headword (normalized/stripped):
ισοψιστος
IDX:
43369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43370
Key:
Data
{'content': 'aestimator'}