Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
ἀμαρτύρητος
View word page
ἁμαρτῇ
at once, together
ShortDef
at once, together
Debugging
Headword:
ἁμαρτῇ
Headword (normalized):
ἁμαρτῇ
Headword (normalized/stripped):
αμαρτη
IDX:
4336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4337
Key:
Data
{'content': 'at once, together'}